Σελίδες

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Ελληνισμός και Ορθοδοξία: επαναπροσδιορισμός μιας σχέσης στον 21ο αιώνα



Εισαγωγικά

    Πριν δέκα ακριβώς χρόνια, το 2003, ήμουν δευτεροετής φοιτητής στο Kings College του Λονδίνου. Στην φοιτητική εστία, ανάμεσα σε μια ζηλευτά μεγάλη ποικιλία εθνοτήτων, ήμασταν και μερικοί Έλληνες. Είχαμε φτιάξει μια ωραία μικρή παρέα. Μια μικρή ομάδα Ελλήνων, αντιπροσωπευτική της γενιάς των σημερινών τριαντάρηδων, μέσα σε ένα πλήθος συνομήλικων από κάθε χώρα και γωνιά του πλανήτη. Μια μικρή ελληνική ψηφίδα μέσα στο ζωηρό, πολύχρωμο μωσαϊκό του Λονδίνου των αρχών του 21ου αιώνα.

    Στην Ελλάδα ήταν τα χρόνια του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου. Ήταν η επόμενη της κατάργησης της αναγραφής του θρησκεύματος στην πολιτική ταυτότητα. Ήταν και η εποχή που επικρατούσε ακόμα ο σάλος από τις δηλώσεις του τότε μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσοστόμου για τις προγαμιαίες σχέσεις. Κανένας, όμως, από εκείνους τους Έλληνες φοιτητές στην εστία δεν είχε σχέση με την Εκκλησία – δεν δήλωναν πιστοί χριστιανοί. Κάποιο απόγεμα, λοιπόν, είχα τον εξής διάλογο με έναν από αυτούς.

«Γιάννη! Για έλα πες μου τώρα εσύ που ξέρεις απ’ αυτά. Τελικά η Εκκλησία τι λέει για τις προγαμιαίες σχέσεις;  Τις επιτρέπει ή όχι;»

«Χαχα! Γιατί το ρωτάς αυτό;» αντέδρασα εγώ.

«Ε να. Γιατί από τη μια ο Ζακύνθου είπε αυτό το πράγμα στο Playboy και από την άλλη ο Χριστόδουλος λέει «σας πάω» και «ελάτε και με το σκουλαρίκι» κλπ. Αλλά τελικά τι ισχύει;»

    Προφανώς ο άνθρωπος ήταν σε απορία και δίλημμα, γιατί παρόλη την ως άνω ρητορική της Εκκλησίας που προσπαθούσε (με πολύ άκομψο ομολογουμένως τρόπο) να προσελκύσει τη νεολαία, έβλεπε την πρακτική της να απέχει παρασάγγας…

Κατέβαλα προσπάθεια, η αλήθεια είναι, για να απαντήσω διπλωματικά και συμβιβαστικά, καθώς η δήλωση του Χρυσόστομου ήταν ξεκάθαρη και δεν χωρούσε "δεύτερες ερμηνείες" τη στιγμή που η επίσημη θέση της Εκκλησίας ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη. Ασχέτως με το πώς είχε αντιμετωπίσει τότε το θέμα η Ιερά Σύνοδος, ή αν ο ίδιος ο Ζακύνθου προσπάθησε μετά να τα "μπαλώσει" (αν και δεν θυμάμαι όμως καθόλου πια τι ακριβώς είχε γίνει τότε) αυτά όλα ήταν ψιλά γράμματα για τον απλό άνθρωπο και νέο που είχα μπροστά μου. Αυτό που τον "έκαιγε" και αυτό από το οποίο είχε "πιαστεί" ήταν η θεμελιώδης θέση της Εκκλησίας σε ένα θέμα ηθικής και τρόπου ζωής. Για αυτό του είχε εντυπωθεί τόσο βαθειά η δήλωση του μητροπολίτη στο περιοδικό, γιατί αυτή είχε κάνει το μεγάλο "μπαμ", αυτή ήταν που ακούστηκε πολύ ηχηρά και έμεινε στην μνήμη του λαού και της κοινωνίας.

"Κοίτα να δεις..." ξεκίνησα, λοιπόν, να του απαντώ «όσον αφορά τις προγαμιαίες σχέσεις, από όσο γνωρίζω και καταλαβαίνω η θέση της Εκκλησίας δεν έχει αλλάξει. Παραμένει αντίθετη. Η δήλωση εκείνη του Ζακύνθου δεν εκφράζει την επίσημη θέση της Εκκλησίας. ήταν απλά η προσωπική του άποψη, ίσως και ένα στιγμιαίο δικό του "λάθος"…»

«Α, μάλιστα…» αντέδρασε τότε ο Έλληνας φοιτητής, με εμφανή απογοήτευση.

«Για κάτσε όμως τώρα!» συνέχισα τότε εγώ την κουβέντα με έντονο ενδιαφέρον. «Εσένα τι σε νοιάζει τι λέει η Εκκλησία για τις προγαμιαίες σχέσεις;! Πιστεύεις στο Θεό ή όχι;»

«Κοίτα, η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν πάω στην Εκκλησία… Και... δεν ξέρω αν πιστεύω… δεν θέλω να πω ότι δεν πιστεύω στον Θεό, αλλά αυτές τις ανοησίες που λένε οι παπάδες για τον Αδάμ και την Εύα και τα διάφορα άλλα δεν τα πιστεύω.»

«Ναι καταλαβαίνω…» έκανα συγκαταβατικά.

Και καταλήγει:

«Θέλω όμως να πιστεύω στον Θεό και να λέω ότι είμαι χριστιανός γιατί δεν μπορώ να απαρνηθώ αυτά που με κάνουν Έλληνα. Δεν μπορώ να απαρνηθώ την ελληνική παράδοση και ταυτότητα.»

    Η απάντηση αυτή ήταν τόσο αναπάντεχη για μένα, όσο και αφάνταστα αποκαλυπτική. «Κοίτα να δεις!» έλεγα μετά στον εαυτό μου. Ένας Έλληνας φοιτητής στο Λονδίνο που ψάχνεται για την ελληνική του ταυτότητα και την πίστη του. Ένας Έλληνας που βρέθηκε στο εξωτερικό και ξαφνικά άρχισε να αναρωτιέται από πού να πιαστεί. Γιατί είναι εύκολο να είσαι Έλληνας μέσα στην Ελλάδα. Και είναι εύκολο να είσαι Έλληνας και ταυτόχρονα άθεος, και αριστερός και μηδενιστής – μέσα στην Ελλάδα. Είναι εύκολο να το παίζεις ο μάγκας που «κάνει τη ζωή του», να ακολουθείς αυτό που είναι μόδα, αυτό που κάνουν οι πολλοί, ώστε να έχεις την επιβεβαίωση από τους πολλούς. Να μην πηγαίνεις στην εκκλησία και ταυτόχρονα να νοιώθεις άνετα ως Έλληνας – μέσα στην Ελλάδα. Έξω απ’ την Ελλάδα όμως; Εκεί που ξαφνικά βρίσκεσαι μέσα σε μια χοάνη εθνών και θρησκειών, εκεί που για την επιβεβαίωση από τους πολλούς αυτά δεν αρκούν αλλά χρειάζεσαι κάτι παραπάνω, έρχεσαι ξαφνικά αντιμέτωπος με το ερώτημα «τελικά ποιος είμαι εγώ;» «Ποιος είμαι εγώ απέναντι στον Βρετανό, τον Γερμανό, τον δυτικό ρωμαιοκαθολικό ή προτεστάντη εν γένει, απέναντι στον Ινδό, στον Αφρικανό και τον Ασιάτη, απέναντι στον βουδιστή και τον άθεο;» Πώς είναι δυνατόν, τελικά, να αποδεικνύεις, όχι μόνο στους άλλους αλλά κυρίως στον ίδιο εαυτό σου, ότι όντως είσαι Έλληνας, χωρίς ταυτόχρονα να είσαι ΚΑΙ ορθόδοξος χριστιανός;

    Βέβαια, σε εκείνη την εστία του Kings College στο Λονδίνο, ήταν ο μόνος από τους Έλληνες που είχε εκφράσει αυτήν την ανησυχία. Όμως είδα και αλλού Έλληνες σε βρετανικά πανεπιστήμια να προστρέχουν στην ομογενειακή ορθόδοξη εκκλησία. Είδα κι αλλού στην Αγγλία, Έλληνες φοιτητές να έχουν την καλή ανησυχία της διατήρησης της επαφής και σχέσης με τις ρίζες και την ελληνορθόδοξη ανθρωπολογική τους ταυτότητα. Πράγμα που επιβεβαιώνει ότι ελληνισμός και ορθοδοξία είναι τελικά κάτι παραπάνω από δυο απλώς συμβατές, ταιριαστές έννοιες…

    Παρόλα αυτά αναφέρομαι ιδιαιτέρως στην περίπτωση εκείνου του Έλληνα φοιτητή. Την θεωρώ ιδιαιτέρως σημαντική και αξιοσημείωτη γιατί πρόκειται για έναν σύγχρονο Έλληνα, ένα νέο που σήμερα θα βρίσκεται στην ηλικιακή δεκαετία των τριάντα, που ομολογούσε τότε ότι δεν πιστεύει στην ορθοδοξία όπως την έχει γνωρίσει από την σύγχρονη ελληνική εκκλησία και το ιερατείο της. Που ομολογούσε ότι δυσκολεύεται να ακολουθήσει τις βαριές και δύσκολες εντολές που αυτή επιβάλλει και ζητά από τον σύγχρονο άνθρωπο. (Κάτι που αμέσως σε κάνει να αναρωτηθείς: τελικά ποιος τις επιβάλλει αυτές σήμερα; Ο Χριστός και η Εκκλησία ως σώμα Του ή το σημερινό ιερατείο, δηλαδή κάποιοι θνητοί και αμαρτωλοί άνθρωποι που ερμηνεύουν το Ευαγγέλιο ιδιοτελώς;). Αλλά που ταυτόχρονα δήλωνε, με τον πλέον αφοπλιστικό τρόπο, ότι θέλει και προσπαθεί να πιστέψει στον Θεό και την Ορθοδοξία γιατί αυτό είναι απαραίτητο - εκ των ων ουκ άνευ - όταν είσαι Έλληνας!

    Ομολογώ ότι θαύμασα και εξεπλάγην από την τοποθέτησή του, ακόμα κι εγώ που έχω μεγαλώσει και γαλουχηθεί με το ελληνοχριστιανικό ιδεώδες. Εξεπλάγην γιατί δεν περίμενα - σε μια εποχή πλήρους απαξίωσης και απόρριψης του ελληνοχριστιανισμού από τις ελληνικές πολιτικές ελίτ και ένα πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας - να συναντήσω μια τέτοια θεώρηση σε έναν «εκτός εκκλησίας», «κοσμικό» Έλληνα.

    Ενθυμούμενος, λοιπόν, σήμερα αυτή την μνημειώδη εμπειρία των νεανικών, φοιτητικών μου χρόνων στο εξωτερικό, αναρωτιέμαι. Τι ήταν τελικά αυτό που έκανε εκείνον τον φοιτητή να είναι τόσο βέβαιος ότι έχει ανάγκη να είναι και ορθόδοξος χριστιανός εφόσον είναι Έλληνας; Πιθανόν να διδάχθηκε, να άκουσε αυτήν τη θεώρηση ως μαθητής στο σχολείο. Πιθανόν να του είχε εμπνευσθεί στο σπίτι, από γονείς, θείους, παππούδες ή λοιπούς συγγενείς και φίλους. Όμως, ας μη γελιόμαστε. Ένας ενήλικας άνθρωπος, άνω των είκοσι ετών (όσο ήταν εκείνος τότε), ένας άνθρωπος της εποχής μας που έχει περάσει το καθοριστικό και αναθεωρητικό (ιδιαιτέρως στην εποχή μας) στάδιο της εφηβείας είναι αδύνατον να έχει κρατήσει (και να μην απορρίψει ως «παλαιομοδίτικες», «οπισθοδρομικές», «γραφικές» κ.ο.κ.) τέτοιες αντιλήψεις εάν δεν τις αποδέχεται βαθύτερα ο ίδιος. Εάν δεν σημαίνουν για αυτόν κάτι σαφέστατα παραπάνω από μια απλή πατροπαράδοτη συνήθεια, κάτι προφανώς πιο αυθόρμητο και αυθεντικό από μια ναρκισσιστική αντιγραφή και επανάληψη μιας εθνικής γραφικότητας. Επιπλέον έχει οπωσδήποτε μεγαλύτερη αξία, όταν ένας άνθρωπος διατηρεί αυτές τις ανησυχίες ακόμα και στο εξωτερικό. Στο εξωτερικό όπου είναι πολύ εύκολο και βολικό να απαρνηθεί την ταυτότητα και την πίστη του ο οποιοσδήποτε, ακολουθώντας οτιδήποτε βλέπει να κυριαρχεί εκεί – δεν υπάρχει ούτε στο ελάχιστο, όπως ίσως στην κλειστή ελληνική κοινωνία, ο κίνδυνος να κατηγορηθεί, να στιγματιστεί κανείς.

  Να λοιπόν ποιες ερωτήσεις γεννήθηκαν σε μένα με τη σειρά μου και τις οποίες προσπαθώ να απαντήσω εδώ παρακάτω. Τι είναι τελικά ο ελληνοχριστιανισμός; Είναι κάτι το αντικειμενικά υπαρκτό, ή μια προπαγανδιστική εθνικιστική ιδεολογία από τις πολλές που διατυπώθηκαν τον περασμένο αιώνα; Πώς καθιερώθηκε στο διάβα της ιστορίας η έννοια του ελληνοχριστιανισμού; Έχει τελικά νόημα να εξακολουθούμε να συζητάμε και να «κηρύττουμε» τον ελληνοχριστιανισμό σήμερα ή έχει καταντήσει, πλέον, κάτι το εντελώς ουτοπικό;


1. Ελληνικός πολιτισμός – ελληνισμός

    Δυο είναι οι πυλώνες πάνω στους οποίους έχει στηριχθεί ο ελληνικός πολιτισμός δια μέσου των αιώνων. Ο ένας είναι η αρχαία ελληνική σκέψη και γραμματεία και ο άλλος είναι η ορθόδοξη χριστιανική πίστη, παράδοση και θεολογία. Η σχέση και η όσμωση ανάμεσα σε αυτούς τους δυο τρόπους σκέψης και ζωής, τον ελληνικό και τον χριστιανικό, έχει ξεκινήσει από πάρα πολύ νωρίς. Σχεδόν από τις πρώτες κιόλας μέρες της έναρξης της δημόσιας δράσης των Αποστόλων μετά την Πεντηκοστή, στην Παλαιστίνη και τις υπόλοιπες ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, περιοχές όπου κυριαρχούσε το ελληνικό γλωσσικό και πολιτιστικό στοιχείο. Μάλιστα αρκετοί από τους πρώτους τρείς χιλιάδες Ιουδαίους που έγιναν χριστιανοί κατά την ημέρα της Πεντηκοστής ήταν ελληνόφωνοι και κατάγονταν από ελληνιστικές πόλεις μεγάλα κέντρα του ελληνισμού της εποχής, όπως ήταν η Αλεξάνδρεια, η Κυρήνη και η Αντιόχεια. Εξάλλου από πολύ νωρίς, ο Απόστολος Πέτρος ήταν ο πρώτος που, βαπτίζοντας τον Κορνήλιο, έβγαλε το ευαγγελικό κήρυγμα έξω από τα αρχικά ιουδαϊκά του όρια για να εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον «εθνικό», αποκαλούμενο τότε, κόσμο, σε περιοχές όμως όπου κυριαρχούσε το ελληνιστικό στοιχείο. Οι περιοχές της Αντιόχειας και της Συρίας όπου κινήθηκαν αρχικά οι Απόστολοι, ήταν σε μεγάλο βαθμό εξελληνισμένες, η δε Αντιόχεια κέντρο της ελληνικής επιστήμης και φιλοσοφίας. Η ελληνιστική κοινή, λοιπόν, ήταν η γλώσσα που έγινε εκ των πραγμάτων το απαραίτητο και αναντικατάστατο όχημα για την μετάδοση και εξάπλωση του χριστιανισμού ακόμα και στους ίδιους τους Ρωμαίους, των οποίων ένα σημαντικό ποσοστό είχε την ελληνική σχεδόν σαν δεύτερη γλώσσα.

  Στην πορεία του χρόνου οι δυο αυτοί πυλώνες, ελληνισμού και χριστιανισμού, έγιναν η βάση του ευαγγελισμού όχι μόνο του ελληνικού έθνους, αλλά ολόκληρης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της ανατολικής και δυτικής Ευρώπης συνολικά. Αρχικά ήταν δυο τρόποι σκέψης και ζωής ξένοι και αντιφατικοί μεταξύ τους, όπως έδειξε η εμπειρία του κηρύγματος του Αποστόλου Παύλου στην Πνύκα και η απρόθυμη στάση της πλειοψηφίας των εκεί Αθηναίων. Σε κάποιο βαθμό μάλιστα συγκρούστηκαν, όπως έγινε την εποχή του Ιουλιανού του Παραβάτη. Τελικά όμως, βρήκαν πολύ περισσότερα κοινά σημεία από όσα φαίνονταν στην αρχή. Οι κορυφαίοι χριστιανοί απολογητές και θεολόγοι των πρώτων αιώνων υπήρξαν Έλληνες και φιλόσοφοι της εποχής τους, όπως οι Αριστείδης ο Αθηναίος, Κοδράτος, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και Αθηναγόρας. Και μάλιστα οι Έλληνες φιλόσοφοι κήρυξαν και υπεραμύνθηκαν της χριστιανικής πίστης τους, στις εποχές των διωγμών κατά των χριστιανών, πολύ προτού ο χριστιανισμός αποκτήσει πολιτικό έρεισμα και εξουσία κατά τον 4ο αιώνα. Αντί λοιπόν να απορρίψει η Εκκλησία την ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη, έγινε ακριβώς το αντίθετο. Με το έργο των θεολόγων Πατέρων της Εκκλησίας η ελληνική φιλοσοφία χρησιμοποιήθηκε τελικά από την χριστιανική θεολογία ως το αποτελεσματικότερο εργαλείο και ως ο καλύτερος σύμμαχος για την καταπολέμηση των αιρέσεων. Έτσι από τον τέταρτο αιώνα και μετά ελληνισμός και χριστιανισμός έχουν πλέον συνδεθεί άρρηκτα μεταξύ τους. Ούτως ώστε, από τότε μέχρι μόλις πριν λίγες δεκαετίες εθεωρείτο αδιανόητο να αποκαλείται κάποιος Έλληνας ή να χαρακτηριστεί ελληνική μια πολιτιστική δημιουργία, ένα κείμενο ή μια εικόνα, εάν δεν είχε άμεση σχέση, αναφορά και προέλευση από τον ελληνορθόδοξο τρόπο σκέψης, από την ελληνορθόδοξη παράδοση.

    Είναι αλήθεια ότι στα χρόνια της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης η ορολογία «ελληνικός» απέκτησε αρνητική χροιά όταν χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει το κάθε τι απορριπτέο και μη συμβατό με τον χριστιανισμό, που είχε σχέση με την αρχαία ελληνική θρησκεία, φιλοσοφία και επιστήμη. Ενώ ταυτόχρονα οι πολίτες της χώρας εκείνης αποκαλούνταν Ρωμαίοι. Αξίζει όμως να σημειωθεί εδώ με συντομία, ότι αφενός ενώ ο βυζαντινός κόσμος απέρριπτε την αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία και τα στοιχεία του αρχαίου ελληνισμού που συνάπτονταν αυτής, αντιθέτως ενστερνιζόταν και ταυτιζόταν απόλυτα με την ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη. Αυτές τις υποστήριζε σθεναρά, ενώ ήθελε και καυχόταν ότι τις διαιωνίζει, μέσα στον σκληρό χειμώνα βαρβαρότητας και πολιτιστικής υπανάπτυξης, που επικρατούσε και περιέβαλε την αυτοκρατορία, σε Ανατολή, Βορρά και Δύση. Αφετέρου οι βυζαντινοί εξακολουθούσαν να αυτοαποκαλούνται Έλληνες και εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν τον χαρακτηρισμό «βάρβαρος» για κάθε άλλο ξένο έθνος, είτε αυτό επρόκειτο για δυτικό χριστιανικό, είτε για μη-χριστιανικό βόρειο ή ανατολικό έθνος. Αυτή υπήρξε διαχρονικά μια συνήθεια αποκλειστικά ελληνική, τόσο προσδιοριστική όσο και δηλωτική του φρονήματος και της συνείδησης των ανθρώπων που την χρησιμοποίησαν. Παράλληλα η χρήση του ονόματος «Ρωμαίος» είχε αποκλειστικά πολιτικό σκοπό και περιεχόμενο, τόσο για την νόμιμη διεκδίκηση της κληρονομιάς του αυτοκρατορικού αξιώματος της αρχαίας Ρώμης από την οικουμενική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, όσο και για την ειρηνική και ομαλή συνύπαρξη -  αλλά και ένταξη - διαφορετικών εθνοτήτων εντός της ίδιας αυτής της οικουμενικής αυτοκρατορίας.

    Η σχέση όμως, ελληνισμού και ορθοδοξίας άρχισε να κλονίζεται ήδη από την εποχή του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και την προκύπτουσα αρχαιομανία του νεοκλασικισμού που σάρωσε την Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα. Σήμερα, πλέον, είμαστε αντιμέτωποι όχι μόνο με έναν πολύ σοβαρό και πρωτοφανή κλονισμό αυτής της σχέσης, αλλά επικρατεί στους σύγχρονους Έλληνες μια ευρύτερη κρίση ταυτότητας, τόσο όσον αφορά την ορθοδοξία αλλά και τον ίδιο τον ελληνισμό.

    Η συζήτηση αυτή, βέβαια, εντάσσεται αναπόφευκτα στα πλαίσια μιας γενικότερης αναζήτησης για τα αίτια της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής, πολιτισμικής και ηθικής κρίσης που διανύουμε. Θίγει επίσης το θέμα της τάσης για ολική αναθεώρηση του παρελθόντος που επικρατεί σήμερα στην Ελλάδα.

    Ας ανατρέξουμε όμως λίγο την ιστορική εξέλιξη της σχέσης ελληνισμού και χριστιανισμού, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα.


2. Εθιμική νομική διατύπωση ή υπαρξιακή αναγκαιότητα;

    Το ελληνικό σύνταγμα αναγνωρίζει την θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας ως την επίσημη και επικρατούσα θρησκεία στην χώρα μας. Στην Ελλάδα δηλαδή, υπάρχει μεν ανεξιθρησκεία, αλλά υπάρχει και επίσημα αναγνωρισμένη επικρατούσα θρησκεία, την οποία το κράτος έχει δεσμευθεί να προστατεύει ως παράδοση του έθνους και ως αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο του έθνους. Αυτή η διατύπωση του Συντάγματος δεν έχει εθιμοτυπικό χαρακτήρα, δεν είναι βερμπαλισμός, ούτε βασίζεται αποκλειστικά στο ποσοστό των δηλούντων ορθόδοξων χριστιανών στον σημερινό ελληνικό πληθυσμό, πράγμα που θα συνεπαγόταν ότι αν αυτό αλλάξει, πρέπει να αλλάξει και η συνταγματική διάταξη. Αλλά αντικατοπτρίζει ένα δεδομένο πολλών αιώνων ιστορίας του ελληνισμού και του πολιτισμού του και η ελληνορθοδοξία έχει εμπεδωθεί στο διάβα των αιώνων ως αδιάσπαστη υπαρξιακή οντότητα.

Με άλλα λόγια πρέπει να διατυπωθεί και να μας απασχολήσει σοβαρά σήμερα το εξής ερώτημα: Θα μπορούσε ποτέ το κράτος μας, παύοντας ενδεχομένως στο μέλλον να κατέχει πληθυσμό που δηλώνει στην πλειοψηφία του χριστιανικός, αλλά συνεχίζει να κατέχει «ελληνική» συνείδηση την οποία επενδύει με άλλα μεταφυσικά σχήματα, όπως αθεΐα, νεοπαγανισμός, ισλάμ κ.α., να μπορεί να συνεχίσει να ονομάζεται «Ελλάδα»; Η απάντηση μου είναι: όχι, δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση. Αν αυτή η χώρα αλλάξει ποτέ επικρατούσα θρησκεία θα πρέπει να αλλάξει και όνομα. Αυτό πιστεύω ότι υπαγορεύει τόσο η ισχύουσα διατύπωση του Συντάγματός μας, όσο και το άγραφο Ιστορικό δίκαιο. Γιατί τότε η χώρα μας θα έχει μετατραπεί σε κάτι παρόμοιο με την οθωμανική τουρκοκρατία, όπου οι Έλληνες χριστιανοί συνέχιζαν να υπάρχουν, χωρίς όμως επικρατούσα θρησκεία, υπόδουλοι σε αλλόθρησκη πολιτική εξουσία και αλλόθρησκους τοπικούς άρχοντες και δημόσιους υπαλλήλους. Και η χώρα αυτή δεν ονομαζόταν Ελλάδα. Ονομαζόταν Οθωμανική Αυτοκρατορία.


3. Ποιο είναι το στοιχείο που έκανε τον ελληνικό πολιτισμό και τον χριστιανισμό να λάμψουν ταυτόχρονα ως «ελληνοχριστιανισμός»;

    Στον δυτικό ευρωπαϊκό αλλά και όλο τον υπόλοιπο κόσμο, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ξεχωρίζει ως ανώτερος και θαυμάζεται συνεχώς ανά τους αιώνες. Από την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έως την Αναγέννηση και από τον Διαφωτισμό έως τις μέρες μας, γιατί εξακολουθεί μέχρι σήμερα να μοιάζει ως κάτι το άφθαστο, κάτι το δύσκολο να αναπαραχθεί στην παγκόσμια Ιστορία. Εκείνο, όμως, το στοιχείο στο οποίο οφείλει ο ελληνικός πολιτισμός αυτή την δόξα, δεν είναι τόσο η αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική και η γλυπτική και οι υλικές γενικά τέχνες, δεν είναι ακόμα, ούτε τα πολεμικά κατορθώματα, η στρατιωτική δύναμη, ο ηρωισμός και το παράδειγμα της θυσίας των αρχαίων Ελλήνων (Αθηναίων, Σπαρτιατών, Μακεδόνων). Γιατί τα λαμπρά αυτά επιτεύγματα τα όφειλαν οι αρχαίοι Έλληνες σε κάτι άλλο. Στον ξεχωριστό τρόπο σκέψης, στον ξεχωριστό τρόπο ζωής τους, απώτερος σκοπός του οποίου ήταν η κατάκτηση της αρετής.
Άρα, και η ελευθερία για τους αρχαίους δεν είναι αγαθό αυτό καθαυτό, εάν δεν χρησιμοποιείται ως μέσον για την επίτευξη του ανώτερου αγαθού, που είναι η αρετή. Η επίτευξη της αρετής και του ενάρετου βίου, είναι το μέγιστο αγαθό που απασχολεί όλους τους αρχαίους νομοθέτες, λογοτέχνες, φιλοσόφους και πολιτικούς.  Έτσι προέκυψε αυτό που αργότερα ονομάστηκε αρχαίος ελληνικός ανθρωπισμός. Από εκεί πήγασε και το πολίτευμα της δημοκρατίας, δηλαδή από την ανάγκη για συνεχή και αέναη αναζήτηση της αρετής στην κοινωνία και στην πολιτική. Έτσι όλα τα προαναφερθέντα υλικά και άλλα επιτεύγματα, τόσο λαμπρά από μόνα τους, δεν ήταν παρά το μέσο για την επίτευξη του ανώτερου σκοπού, του αγαθού της αρετής.

   Βέβαια οι αξίες της αρετής και του καθώς και το ομηρικό πρότυπο του καλού καγαθού ανδρός, ήταν επιφορτισμένες με ένα διαφορετικό εσωτερικό νόημα από αυτό που έμελλε να τους δώσει ο εκ θείας αποκαλύψεως λόγος του χριστιανικού ευαγγελίου, ο λόγος του Χριστού. Αυτές οι αξίες όμως ήταν το πλέον κατάλληλο έδαφος, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχε δηλαδή τις πλέον κατάλληλες προϋποθέσεις για να ταιριάξει με τον λόγο του Ευαγγελίου. Ο αρχαίος ελληνικός άτομο-κεντρικός ανθρωπισμός μεταμορφώθηκε σε χριστό-κεντρικό ανθρωπισμό, χωρίς να χάσει την υπόσταση και την ουσία του. Και η αναζήτηση των ελλήνων για το εξωτερικό υλικό θείο κάλλος, μετετράπη σε αναζήτηση του εσωτερικού θείου κάλλους κατά το πρότυπο του ενανθρωπισμένου, σταυρωμένου και αναστημένου Ιησού Χριστού. Διότι το εσωτερικό κάλλος, η εσωτερική αρετή προδιαθέτει και εξασφαλίζει και την εξωτερική, ενώ το εξωτερικό κάλλος χωρίς εσωτερική αρετή είναι ψεύδος, υποκρισία, κάτι που τελικά θα καταρρεύσει ολοκληρωτικά.

Όλοι οι υπόλοιποι μεγάλοι πολιτισμοί και οι μεγάλες αυτοκρατορίες της παγκόσμιας Ιστορίας είχαν ως απώτερο σκοπό τους τον πλουτισμό. Αυτό είναι ο επεκτατισμός και ο ιμπεριαλισμός που χαρακτήρισε και χαρακτηρίζει τον δυτικό πολιτισμό για πολλούς αιώνες μέχρι σήμερα. Η ελευθερία για αυτούς δεν είναι παρά το μέσο για την ικανοποίηση της ακόρεστης ανθρώπινης δίψας για υλικό πλούτο και ηδονή. Αν όμως ο δυτικός κόσμος έχει δείξει σε σημαντικό βαθμό ότι ενδιαφέρεται και για κάτι ανώτερο, για κάτι πιο ενάρετο από τον πλούτο και την ηδονή, το οφείλει αποκλειστικά στην διαχρονική προσπάθεια του να μιμηθεί το ελληνοχριστιανικό ιδεώδες. Αυτό το ιδεώδες που διδάχθηκε η Δύση από τους Έλληνες επιστήμονες και διανοούμενους πρόσφυγες στην Δύση μετά την άλωση του 1453, της προσέφερε την Αναγέννηση και οδήγησε στην ακμή του δυτικού πολιτισμού όπως την γνωρίσαμε τους τελευταίους αιώνες.


4. Οι αυτοκράτορες που καθόρισαν το μέλλον της ανθρωπότητας

     Τον 4ο αιώνα μΧ, μετά τρείς αιώνες διωγμών του ρωμαϊκού κράτους κατά των χριστιανών, οι αυτοκράτορες Μέγας Κωνσταντίνος και Μέγας Θεοδόσιος συμβάλλουν αποφασιστικά στην τελική επικράτηση και τον θρίαμβο του χριστιανισμού στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και τον τότε γνωστό κόσμο. Οι αποφάσεις και η δράση των δυο αυτών αυτοκρατόρων βασίστηκαν στην βαθειά προσωπική τους πίστη και διαμορφώθηκαν ανεξάρτητα από έξω-θρησκευτικές πολιτικές σκοπιμότητες. Η ανεξιθρησκεία, η οποία επέτρεψε την ελεύθερη συνύπαρξη όλων των θρησκειών εφευρέθη ως αρχή από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και θεσπίστηκε από τον ίδιο με την Έδικτο των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ.. σε μια εποχή όπου οι χριστιανοί βρίσκονταν σε αδύναμη θέση. Πράγμα που αποδεικνύει ότι η ενέργεια αυτή του Κωνσταντίνου υπήρξε ένα μεγάλο πολιτικό ρίσκο το οποίο δεν θα ανελάμβανε εάν δεν είχε κάποια βαθύτερη πίστη και βεβαιότητα για την απόφασή του. Επιπλέον γνωρίζουμε ότι ο Κωνσταντίνος έδειχνε ανοιχτή εύνοια προς τους χριστιανούς αρκετά πριν το 313 και όταν ακόμα, ως καίσαρας της Δύσης στους Τρεβήρους, η θέση του ήταν αδύναμη και καθόλα επισφαλής. Εξάλλου ακόμα και μετά το διάταγμα της ανεξιθρησκείας, ο ίδιος χρειάστηκε να συνεχίσει να πολεμά το ίδιο σκληρά με πριν για την τελική του επικράτηση εναντίον των αντιπάλων του και την ολοκλήρωση του έργου του. Ένα έργο που υπαγορεύθηκε περισσότερο από αυθεντικά κίνητρα εύνοιας και συμπάθειάς του προς την χριστιανική θρησκεία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, λοιπόν, ενώ εν γένει ευνόησε και στήριξε φανερά και συνειδητά την Χριστιανική Εκκλησία, παράλληλα φρόντισε να σεβαστεί και την ειδωλολατρική παράδοση που τότε ακόμα ακολουθούσε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, αλλά και την κυριαρχούσα, ειδωλολατρική πολιτική κουλτούρα της Ρώμης, θέλοντας να διατηρήσει τις λεπτές ισορροπίες της εποχής του.

    Όμως ο δρόμος της τελικής επικράτησης του χριστιανισμού είχε ήδη ανοιχθεί ανεπιστρεπτί. Στα χρόνια των διαδόχων του Κωνσταντίνου η χριστιανική θρησκεία διαδόθηκε ραγδαία και επικράτησε πολύ γρήγορα στην αυτοκρατορία, περισσότερο όμως στις ανατολικές επαρχίες της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας, όπου ο πληθυσμός κατείχε εθνική και πολιτισμική ομοιογένεια την οποία είχε αποκτήσει και διατηρούσε ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια. Στις δυτικές επαρχίες που μαστίζονταν από πολυετή αστάθεια και συνεχείς βαρβαρικές επιδρομές και μετακινήσεις πληθυσμών, η επικράτηση του χριστιανισμού υπήρξε εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα για πολλούς αιώνες. Διαδέχθηκαν τον Κωνσταντίνο, δύο χριστιανοί αλλά αιρετικοί Αρειανοί αυτοκράτορες και ενδιάμεσά τους ο συγκρητιστής-παγανιστής Ιουλιανός, ο καθένας από τους οποίους στήριξε την ομολογία ή την θρησκεία της προσωπικής του αρεσκείας, ενεργώντας όχι με πολιτική σκοπιμότητα και ευφυΐα αλλά με αυτιστική, εγωιστική και τυραννική νοοτροπία (πράγμα που επιβεβαιώνει ακόμα περαιτέρω την αρχική αυθεντική αρέσκεια και συνειδητή επιλογή του Κωνσταντίνου να στηρίξει τον χριστιανισμό).

    Ήταν ξεκάθαρο λοιπόν πλέον ότι η τελική επικράτηση της οποιασδήποτε θρησκείας ή χριστιανικής ομολογίας στην αυτοκρατορία εξαρτώταν από την προσωπική στήριξη του αυτοκράτορα και όχι από τα ποσοστά που αυτή κατείχε μεταξύ του πληθυσμού. Αναμφισβήτητα, βέβαια, ήταν θέμα χρόνου να αναδειχθεί ο κατάλληλος άνθρωπος από έναν πληθυσμό που ήταν κατά πλειοψηφία χριστιανικός. Έτσι, ήταν μεγάλο ευτύχημα για την αυτοκρατορία, τον ελληνισμό και την ανθρωπότητα όταν κατά το τέλος του 4ου  αιώνα εμφανίζεται ο Μέγας Θεοδόσιος. Με την πολιτική που ακολούθησε επισφράγισε την επικράτηση του Χριστιανισμού που έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους, και την κυριαρχία της ορθόδοξης Εκκλησίας εκτοπίζοντας τους αιρετικούς.

    Ο Μέγας Θεοδόσιος επισημοποίησε το τέλος της ειδωλολατρίας και η βασιλεία του σηματοδότησε ουσιαστικά το τέλος της αρχαιότητας. Από εκεί και περά ξεκινά η Ιστορία της χριστιανικής Ευρώπης και του χριστιανικού ελληνισμού. Την εποχή εκείνη ελληνισμός και χριστιανισμός έχουν πλέον ενοποιηθεί και εκφράζονται με μια φωνή, αυτή της ορθόδοξης πατερικής θεολογίας. Έτσι ο κλασικός ελληνισμός, σε αντίθεση με τους φόβους των νεοπλατωνικών ειδωλολατρών και τις κατηγορίες συγχρόνων διανοούμενων, όχι μόνο δεν απορρίφθηκε ή εξαφανίστηκε από τον χριστιανισμό, αλλά πάνω στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και την κλασική παιδεία βασίστηκαν τόσο η ορθόδοξη θεολογία, όσο αρκετά αργότερα και η πατριωτική και εθνική συνείδηση του μεσαιωνικού και του νεότερου ελληνισμού. Άλλα ο χριστιανισμός διέδωσε (και δεν εξαφάνισε ή ποδοπάτησε) τόσο την αρχαία ελληνική φιλοσοφία όσο και το αρχαίο ελληνικό έθνος.


5. Από την Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών προήλθαν οι μεγάλοι Πατέρες της Ορθοδοξίας.

    Η ειδωλολατρική Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών συνέχισε να λειτουργεί μέχρι τα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού τον 6ο αιώνα. Κατά τον 4ο αιώνα, λοιπόν, υπήρξε σημαντικό κέντρο των ειδωλολατρών που εξακολουθούσαν να αντιμάχονται τη διάδοση του χριστιανισμού. Με αποκορύφωμα την τριετία του Ιουλιανού, ο οποίος υπήρξε ο ίδιος μαθητής της Σχολής, οι ειδωλολάτρες, κυρίως νεοπλατωνικοί, φιλόσοφοι της εποχής εκείνης προσπάθησαν να αποτρέψουν την, αναπόφευκτη κατά τα άλλα, συνάντηση και συγχώνευση αρχαίας ελληνικής σκέψης και χριστιανισμού, αρνούμενοι στους χριστιανούς το δικαίωμα της χρησιμοποίησης των κλασικών ελληνικών γραμμάτων, προσπαθώντας έτσι να την καπηλευτούν και να την ταυτίσουν με τις δικές τους συγκρητιστικές-παγανιστικές δοξασίες. Ο ελληνικός πληθυσμός της εποχής, όμως, βρίσκονταν σε στάδιο θρησκευτικής αναζήτησης από πολύ νωρίτερα. Αυτό αποδεικνύεται από την αφήγηση των Πράξεων των Αποστόλων και τον περίφημο βωμό στον «άγνωστο θεό» που βρήκε ο Απόστολος Παύλος όταν έφθασε στην αρχαία Αθήνα.

    Κατά τους αιώνες που ακολούθησαν, μέχρι και τον 5ο αιώνα μ.Χ., από τη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας προήλθε μεγάλο μέρος των χριστιανών απολογητών και θεολόγων των πρώτων αιώνων. Έλληνες φιλόσοφοι ήταν στην ουσία τόσο αυτοί όσο και οι μεγάλοι θεολόγοι του 4ου αιώνα, Ωριγένης, Τρείς Ιεράρχες, Γρηγόριος Νύσσης και άλλοι. Άλλωστε αν κάποιος σύγχρονος διανοούμενος θέλει να κατηγορήσει αυτούς για καπήλευση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, ας αναρωτηθεί: δεν καπηλεύονταν την αρχαία φιλοσοφία οι συγκρητιστές, παγανιστές φιλόσοφοι της εποχής, οι οποίο εξάλλου λάτρευαν τελείως διαφορετικούς θεούς από ότι ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης ή, ακόμα περισσότερο, ο «άθεος» Σωκράτης;


6. Η ταύτιση Ρωμηοσύνης και Ορθοδοξίας

    Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο ελληνισμός των ειδωλολατρών νεοπλατωνικών και του Ιουλιανού ήταν ένα κακέκτυπο, μια ξεπεσμένη και χρεωκοπημένη προσπάθεια συνέχειας του αρχαίου κλασικού προτύπου. Η χριστιανική Πατερική θεολογία, έτσι έδωσε ένα νέο και υγιές νόημα, νέα πνοή και ώθηση στην αρχαία ελληνική σκέψη, ώστε αυτή αντί να χαθεί μέσα στην γενικότερη κρίση της μετάβασης από την αρχαιότητα στα μεσαιωνικά χρόνια, να συνεχιστεί αναλλοίωτη μέσα από τη χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η αρχαία ελληνική σκέψη και φιλοσοφία αποδείχθηκε ότι μόνο με τον χριστιανισμό κάνει "χημεία", "δένει", ταιριάζει απόλυτα και αλληλοσυμπληρώνεται ανεπανάληπτα. Είναι, άλλωστε, απολύτως ορθή η αντίληψη ότι η ορθοδοξία ουσιαστικά δεν είναι παρά μια ελληνική ερμηνεία του χριστιανισμού.

    Από την στιγμή που, σύμφωνα με το θρύλο, ο Ιουλιανός ξεψυχώντας αναφώνησε το «νενίκηκάς με Ναζωραίε», μέχρι την άλωση της Πόλης το 1453, επίσημη και επικρατούσα θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του ελληνισμού ήταν ο χριστιανισμός. Κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας, η θρησκευτική έννοια του γκιαούρη (ο άπιστος μη-μουσουλμάνος) και η πολιτική έννοια του Ρωμηού (του Έλληνα απογόνου των πολιτών της παλιάς χριστιανικής αυτοκρατορίας), ταυτίστηκαν απόλυτα. Οι Οθωμανοί αναγνώρισαν στον Οικουμενικό Πατριάρχη εκτός από τον θρησκευτικό του τίτλο και τον πολιτικό τίτλου του βυζαντινού αυτοκράτορα, αυτόν του Δεσπότη, ταυτίζοντας έτσι την θρησκευτική με την πολιτική ηγεσία των υπόδουλων Ελλήνων. Όταν οι αγωνιστές του 1821 συνέτασσαν το πρώτο ελληνικό σύνταγμα στην Επίδαυρο, ήταν εντελώς φυσικό να προσδιορίσουν ως Έλληνα, "κάθε κάτοικο της Ελλάδας, ο οποίος πιστεύει στον Χριστό".

    Το σύγχρονο επιχείρημα ορισμένων (Ελλήνων και Σλάβων των Βαλκάνιων εξίσου) ότι στην έννοια Ρωμηός εντάσσονταν κατά την τουρκοκρατία και οι χριστιανοί Σέρβοι, Βούλγαροι και Αρβανίτες είναι πλήρως αυθαίρετο. Οι υπόδουλοι Έλληνες έβλεπαν τους εν λόγω λαούς ως αδερφούς χριστιανούς αλλά όχι ως κοινούς απόγονους πολιτών του Βυζαντίου (άρα και κληρονόμους της βασιλείας της Κωνσταντινούπολης), καθώς οι ίδιοι αυτοί οι λαοί είχαν αποκοπεί από την αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης αρκετούς αιώνες πριν την πτώση της και την είχαν πολεμήσει σκληρά ως άσπονδοι εχθροί της, επί αιώνες – τόσο οι Βούλγαροι όσο και οι Σέρβοι. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο Μάρκος Μπότσαρης, του οποίου η μητρική γλώσσα ήταν η ελληνική, είχε συντάξει έλληνο-αλβανικό λεξικό τιτλοφορούμενο ως "Λεξικόν της Ρωμαϊκής και Αρβανητηκής Απλής". Άρα είναι ξεκάθαρο ότι ο Ρωμηός ήταν αποκλειστικά ο Έλληνας.


7. Το «θρήσκευμα» είναι απλώς ένα στοιχείο συνταγματικού δικαίου και (κάποτε) αστυνομικής ταυτότητας;

    Έτσι φτάνουμε στις μέρες μας. Η συνταγματική διάταξη για την θεμελίωση του ελληνικού κράτους στην ορθόδοξη θρησκεία και πίστη εξακολουθεί να υφίσταται, και η αιτία που αυτή υπάρχει, καθίσταται σαφής από τα παραπάνω καθ’ ότι πρόκειται για αιτία ιστορική και βαθειά ριζωμένη στον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική παράδοση.

    Βρισκόμαστε, όμως σήμερα, ενώπιον ενός μεγάλου υπαρξιακού στοιχήματος στην ιστορία του ελληνισμού. Καθώς είπαμε και παραπάνω, τόσο η ελληνική όσο και η χριστιανική μας ταυτότητα κινδυνεύουν από μια βαθειά κρίση αυτοσυνειδησίας, η οποία εκπορεύεται από την γενικότερη ηθική κρίση, την κρίση αξιών, όπως είναι οι αξίες της οικογένειας, της πατρίδας, οι αξίες του σεβασμού στη μόρφωση, στην ψυχική και πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου, του σεβασμού στους μεγαλύτερους καθώς και η αίσθηση καθήκοντος απέναντι στην κοινωνία (η δυνατότητα του ατόμου να κατανοεί ότι έχει και υποχρεώσεις εκτός από δικαιώματα).

    Έτσι σήμερα κυριαρχούν οι εξής τάσεις στην ελληνική κοινωνία. Μια ευρύτατη τάση είναι αυτή η οποία θέλει να νοηματοδοτήσει την ελληνικότητα χωριστά από την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, χωριστά από την αναζήτηση της αρετής και του θείου κάλλους, που τόσο έντονα και ζωτικά απασχόλησε τους Έλληνες για αιώνες, από την αρχαιότητα μέχρι την νεότερη Ελλάδα. Είναι μια μεγάλη, δυστυχώς, μερίδα του σύγχρονου ελληνικού λαού, η οποία έχει ταυτιστεί με έναν υλιστικό και μηδενιστικό τρόπο ζωής και σκέψης, που έχει τις ρίζες του στις δυο κυρίαρχες πολιτικές ιδεολογίες της νεωτερικής και μετά-νεωτερικής εποχής: του καπιταλισμού και του μαρξισμού. Αυτή η μερίδα Ελλήνων συνεχίζει συστηματικά και πεισματικά να απαρνείται την πατροπαράδοτη ελληνική αναζήτηση για την αρετή και το κάλλος, την επιδίωξη της όντως ζωής η οποία τελικά νικά και τον ίδιο το θάνατο. Οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν παραδοθεί άνευ όρων στον θάνατο που είναι η υλική και ψυχική-πνευματική φθορά, έχουν επιδοθεί σε ένα άκρατο κυνήγι του πρόσκαιρου πλουτισμού, που φθείρει ψυχή, σώμα και ήθος.

    Υπάρχει όμως και η αντίθετη τάση, ένα μέρος του ελληνικού λαού, που παραμένει πιστός στην πίστη των προγόνων του. Κυριαρχεί όμως και εδώ μια σοβαρή σύγχυση. Ένα μεγάλο μέρος των σημερινών συνειδητών χριστιανών Ελλήνων, είναι προσκολλημένοι σε έναν στείρο συντηρητισμό. Αυτοί απλώς εθελοτυφλούν, εξακολουθούν να ζουν με μια φαντασίωση παρελθούσας δόξας, την οποία αυτάρεσκα βαυκαλίζουν με εσωστρεφή συνέδρια «μεταξύ τους», με αυτοδικαιωτικά και καταδικαστικά κατά «όλων των άλλων» άρθρα σε δικά τους περιορισμένης κυκλοφορίας περιοδικά και σε ακόμα πιο περιορισμένης απήχησης ραδιοφωνικά μέσα ή το διαδίκτυο. Κύριοι: η αυτοδικαίωση σε ραδιόφωνα και στο διαδίκτυο «από εμάς για εμάς» είναι καταδικασμένη στον θάνατο. Δεν σώζετε τον ελληνοχριστιανισμό με αυτόν τον τρόπο: τον καταδικάζετε να μείνει στην ναφθαλίνη και στα ΚΑΠΗ.

    Από την άλλη, αρκετοί συνειδητοί χριστιανοί (νέοι και μέσης ηλικίας) σήμερα πάσχουν από κρίση εθνικής συνείδησης και ταυτότητας, αφού έχουν οδηγηθεί στην απόρριψη του ελληνοχριστιανισμού, παρασυρμένοι από την μυθοπλασία και εξαπάτηση της μεταπολίτευσης. Ελπίζω και εύχομαι ότι, όπως τώρα σταδιακά συνειδητοποιεί αυτή η μερίδα τις άλλες απάτες των σοσιαλ(η)στών της μεταπολίτευσης, θα συνειδητοποιήσει (συν τω χρόνω φυσικά) και το λάθος της απόρριψης του ελληνοχριστιανισμού…

    Και τέλος, είμαστε και όλοι εμείς οι υπόλοιποι, που όμως βρισκόμαστε σε κατάσταση παρατεταμένης αμηχανίας, αβεβαιότητας και… αναμονής για το κάτι «άλλο». Αφού δεν γνωρίζουμε πώς να υποστηρίξουμε και να διαιωνίσουμε τον ελληνοχριστιανισμό, αποφεύγοντας την ακρότητα του συντηρητισμού, αφενός, και αφετέρου να παρασυρθούμε, από την γενικότερη «μόδα», στην έκπτωση των βασικών ζωτικών και σωτήριων νοημάτων της πίστης μας.

Φέρει ευθύνη το ιερατείο και η ιεραρχία; Σίγουρα ναι και μάλιστα μεγάλη. Φέρουμε, όμως, ευθύνη και εμείς ως πλήρωμα της Εκκλησίας. Φέρουμε ευθύνη γιατί είμαστε όντα νοήμονα: έχουμε μάτια και βλέπουμε, μυαλό και σκεπτόμαστε. Είμαστε πλασμένοι από το Θεό με ελεύθερο λόγο και σκέψη, οι οποίες πρέπει να χρησιμοποιούνται για να μας οδηγούν στην σωτηρία μας. Εμάς και τους γύρω μας. Εξάλλου, χωρίς εμάς το ιερατείο και η ιεραρχία θα ήταν απλά καπετάνιοι και ναύτες χωρίς πλοίο. Θα έμεναν για πάντα «στην ξηρά», άρα στην πραγματικότητα θα έπαυαν να είναι ιερατείο και ιεραρχία. Προς το παρόν όμως το μόνο που είμαστε σε θέση να κάνουμε είναι να συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε και να διακηρύσσουμε την υπαρκτή αξία του ελληνοχριστιανισμού και το πόσο σημαντικός είναι για την επιβίωσή μας και τη διαιώνιση της εθνικής μας ταυτότητας. Τόσο σημαντικός, ώστε ακόμα και αν ένας Έλληνας δεν πιστεύει στην Ορθοδοξία, να πασχίζει να πιστέψει γιατί θέλει να εξακολουθήσει να είναι Έλληνας. Μόνο για αυτό και τίποτε άλλο. Όπως εκείνος ο Έλληνας φοιτητής στο Λονδίνο.

Ιωάννης Μ. Δανδουλάκης

υποψήφιος διδάκτωρ (PhD) πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων

4 σχόλια:

Kate'sCakeBox είπε...

Καλησπέρα Γιάννη μου,καλέ μου φίλε..καλώς σε βρίσκω μετα απο την απουσία μου..ελπίζω να είσαι καλά γενικά..εδώ σήμερα διάβασα ολόκληρη μελέτη για τον Ελληνοχριστιανισμό, που απο τον συμφοιτητή σου στο Λονδίνο πήρες την σπίθα για το αριστούργημα που διάβασα μόλις τώρα..το ανέπτηξες πολύ αναλυτικά και στρωτά το θέμα που δεν κουράζει καθόλου τον αναγνώστη!Συγχαρητήρια απο μένα..Απο τις σπουδαιότερες αναρτήσεις που διάβασα τελευταία!είμαι πολύ περήφανη για σένα!σου έχω νέο-έκπληξη..δημιούργησα ένα ακόμα ιστολόγιο το Kate's Dreamland με σκοπό να σκεφτούμε κάτι εμείς-ξέρεις οι γνωστοί φίλοι να κάνουμε κάτι απο κοινού..η σε αυτό η σε κάποιο άλλο..το συζητάω αυτές τις μέρες..-θα χαρώ να τα ξαναπούμε..ψιλοχαθήκαμε τελευταία..καλό ξημέρωμα τώρα πιά..

Kate'sCakeBox είπε...

Καλησπέρα Γιάννη μου..τρέξιμο κι εσύ?όλοι τρέχουμε και δεν προλαβαίνουμε τελικά..σ'ευχαριστώ για την επίσκεψη..το άλλο ιστολόγιό μου είναι το''Kate's Dreamland''.Μπορείς να το βρείς απο το προφίλ μου..δεν θα έχω ποίηση μόνο εκεί..δες το να μου γράψεις την γνώμη σου που γιά μένα μετράει πάνω απ'όλα..έχω σκεφτεί κάποιες στήλες που θα έχω πότε πότε..ακόμα το δουλεύω στο μυαλό μου..εύχομαι να περνάς καλά γλυκέ μου φίλε..καλό σου απογευματάκι.

Kate'sCakeBox είπε...

Περνάω συνέχεια Γιάννη μου απο εδώ!!!όλα καλά??κάποια στιγμή ανησύχησα!!καλησπέρα..γράψε όταν μπορείς!καλό βραδάκι!

Kate'sCakeBox είπε...

Καλή κι ευτυχισμένη χρονιά με υγεία αγάπη αισιοδοξία και ψυχική ανάταση Γιάννη μου!πολύχρονος γερός κι ευτυχισμένος!!να περάσεις όμορφα στη γιορτή σου!!!